- σύμπους
- σύμπους, ποδος, ὁ, ἡ,A with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96;
σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύμπους — ουν, ΝΑ νεοελλ. βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο β) «σύμπους ανθοταξία» διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους… … Dictionary of Greek
ακεφαλία — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * Ιατρ. τερατογονία που συνίσταται σε… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek